δολιχοδρόμῳ

δολιχοδρόμῳ
δολιχοδρόμος
running the
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δολιχοδρομώ — (Α δολιχοδρομώ, έω) 1. τρέχω, διαγωνίζομαι στον δόλιχο 2. διανύω μεγάλη απόσταση …   Dictionary of Greek

  • δολιχεύω — (AM) [δόλιχος] 1. δολιχοδρομώ 2. διανύω μεγάλο διάστημα, πηγαίνω μακριά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”